- αυτό στο οποίο..
- она на што ...
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Τατιανός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Μηρό της Φρυγίας (362), επειδή έσπασε τα αγάλματα του εκεί ναού των εθνικών, μαζί με τους συνεργάτες του Θεόδουλο και Μακεδόνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Σεπτεμβρίου. II Χριστιανός… … Dictionary of Greek
Βίτελο — (Witelo, Σιλεσία 1220/30 – περ. 1300).Πολωνός φιλόσοφος και φυσικομαθηματικός. Μελέτησε στο Παρίσι όλες τις επιστήμες του καιρού του και από το 1260 έως το 1270 έζησε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάντοβα, όπου παρακολούθησε τη σχολή… … Dictionary of Greek
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
τελοκεντρικός — ή, ό, Ν βιολ. (για χρωματόσωμα) αυτό στο οποίο το κεντρομέρος ή κεντρομερίδιο, δηλαδή το σημείο στο οποίο υπάρχει η κύρια σύσφιγξη, βρίσκεται στο άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telocentric < τέλος + κεντρικός] … Dictionary of Greek
ταμπούρο — (Tabourot). Επώνυμο Γάλλων λογοτεχνών. 1. Ζαν (1520 – 1595). Το 1589 και με το ψευδώνυμο Τουανό Αρμπό, δημοσίευσε το έργο του Ορχησογραφία και πραγματεία με τη μορφή διαλόγου, με την οποία όλοι μπορούν να επιδοθούν στην άσκηση των χορών. Το έργο… … Dictionary of Greek
Καπότε, Τρούμαν — (Truman Capote, Νέα Ορλεάνη 1924 – Λος Άντζελες 1984). Αμερικανός συγγραφέας, σεναριογράφος και ηθοποιός. Ο λογοτεχνικός κόσμος τον πρόσεξε με αφορμή ένα διήγημα που έγραψε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Έγινε δημοφιλής με τα δύο μυθιστορήματα Άλλες… … Dictionary of Greek
Λάμος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Λαιστρυγόνων. Είχε ιδρύσει την πόλη Τηλέπυλο των Λαιστρυγόνων, όπου ο Οδυσσέας είχε χάσει όλα τα πλοία, εκτός από αυτό στο οποίο επέβαινε ο ίδιος. 2. Γιος του Ηρακλή και της… … Dictionary of Greek
ελαιηρός — ἐλαιηρός, ά, όν (Α) 1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» το λάδι) 2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος 3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος 4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού 5. (ποιητ.)… … Dictionary of Greek
οικητήριο — το (ΑΜ οἰκητήριον) αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία μσν. μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα τού Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.) αρχ. αστρολ. οίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek